- στυλιστικός
- η , ό[ν] стилистический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στυλιστικός — και στιλιστικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στυλ 2. το θηλ. ως ουσ. η στυλιστική η υφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stylistic (βλ. και λ. στυλ)] … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
στιλιστικός — ή, ό, Ν βλ. στυλιστικός … Dictionary of Greek